ΧΑΛΑΣΜΕΝΕΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ
ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ
Πανόραμα Καβάλας 1976
1. Παρατηρήστε προσεκτικά τις παλιές φωτογραφίες της
Καβάλας και τα παιχνίδια της παλιάς γειτονιάς εδώ και
α. Περιγράψτε την παλιά Καβάλα (δόμηση, κατοικίες, τρόπο ζωής, ενασχόληση και δραστηριότητες των μικρών παιδιών).
β. Γράψτε ένα γράμμα στη Δήμαρχο της Πόλης μας και αναφέρτε της τις δυσκολίες που έχετε να παίζετε σήμερα σε φυσικούς χώρους.
Γράψτε προτάσεις για το τι θα αλλάζατε στην πόλη μας.
2. Yπάρχουν μονοκατοικίες ή παλιά αρχοντικά σήμερα στην Καβάλα;
Να αναφέρετε 2-3 που γνωρίζετε και να τα παρουσίασετε με φωτογραφίες από το διαδίκυο, ορίζοντας την ακριβή τοποθεσία τους.
3. Να αποτυπώσετε με σχήματα και χρώματα την Καβάλα. όπως την περιγράψε ο συγγραφέας στη πρώτη ενότητα.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Να εντοπίσετε τις ομοιότητες με το διήγημα του Κ.Χαρμπαντίδη
σαν φυλακισμένο αγριμάκι......
Όταν ήρθαμε σ' αυτό το σπίτι, το πρώτο πράμα που πήρε το μάτι μου, σαν βγήκα στο μπαλκόνι, ήταν το αντικρινό μπαλκονάκι, που το είχαν περιτριγυρισμένο με σύρμα ως απάνω και έμοιαζε με κοτέτσι ή κλουβί άγριου ζώου. Μέσα σ' αυτό το κλουβί τριγύριζε σαν φυλακισμένο αγριμάκι ένα παιδί κάπου τριών χρονών. Σε μια γωνιά του μπαλκονιού ήταν στοιβαγμένα καταγής παιχνίδια. Παναγιά μου και Χριστέ μου! Τι παιχνίδια και κακό είναι αυτό; Μεγάλα αυτοκίνητα από πλαστικό, κούκλες πελώριες, ελέφαντες, άλογα, όλα νεκρά και άψυχα. Το παιδί όμως δε γυρίζει να τα δει. Με τα δυο του χέρια κρατά το κάγκελο και χώνει το μουτράκι του ανάμεσα, προσπαθώντας να δει τις γάτες που τριγυρίζουν κάτω στην πρασιά. 'Η προσπαθεί να καντζαρώσει το κάγκελο, να γαντζωθεί από το σύρμα, να σκαρφαλώσει πιο ψηλά. Σίγουρα, αν βγάλουν το σύρμα απ' αυτό το μπαλκόνι, το παιδάκι θα σκαρφαλώσει στο κάγκελο και θα βρεθεί κάτω, γιατί του
έχουν αφαιρέσει την αίσθηση του κινδύνου. [.......]
Εκείνο το παιδάκι στο αντικρινό μπαλκόνι μου ματώνει την καρδιά. Δεν μπορώ να το βλέπω σαν ζωάκι πίσω από τα σύρματα. Όταν ήμουνα εγώ στην ηλικία του, ζούσαμε στην Πόλη σ' ένα τριώροφο σπίτι που είχε δυο σκάλες ολόρθες σαν καραβόσκαλες. Πολλές φορές τις ανεβοκατέβαινα μπουσουλώντας, και όμως δεν γκρεμοτσακίστηκα. Ούτε με κλείσανε ποτέ πίσω από τα σύρματα για να με προστατέψουνε.
Κυκλοφορούσα ελεύθερη στο σπίτι, κι όταν στενοχωριόμουνα, με κάθιζε η γιαγιά μου στο πάτωμα και άδειαζε μπροστά μου τη σακούλα με τα κουμπιά. Τα κουμπιά που μαζεύουνταν χρόνον-καιρό από παλιά ρούχα που ήτανε για πέταμα. Μ' εκείνα τα κουμπιά θα είχαν παίξει όλα τα παιδιά της οικογένειας. Ίσως και η ίδια η γιαγιά μου. Τι ωραία κουμπιά ήταν εκείνα! Κουμπιά από κόκαλο, κουμπιά από κέρατο ζώου, κουμπιά από σιντέφι και από φίλντισι. Το σιντέφι, μου είχε πει η γιαγιά μου, ήταν από όστρακα. Τα κουμπιά από φίλντισι ήταν από δόντι ελέφαντα —τούρκικα τον ελέφαντα τον λένε φιλ και το δόντι ντις. Ώρες ολόκληρες περνούσα παίζοντας, με τέτοια γλύκα που τρέχανε τα σάλια μου.
Άλλες φορές πάλι, με κάθιζε στη σκάφη, έδινε στα χέρια μου για κουπί το μεγάλο ξύλο που είχε για να κάνει γυριστό γλυκό, και με έστελνε να πάω να ψαρέψω.
Συχνά μου
έδινε καμμένα σπίρτα που μάζευε, με κάθιζε στο τραπέζι να κάνω διάφορα
σχέδια πάνω στο τραπεζομάντιλο, ή να κάνω σιδερόδρομο από άδεια
σπιρτοκούτια.
Μου έδινε και τραπουλόχαρτα να κάνω πύργους.
Αν πεις από κούκλες; Άλλο τίποτα. Μου έφκιανε κούκλες πάνινες, μεγάλες μεγάλες, χορταστικές και μαλακούτσικες, που να τις παίρνεις στην αγκαλιά σου να τις ζεστάνεις, ακόμα και να κοιμηθείς μαζί. Τις έτοιμες κούκλες που μου φέρνανε τις έσπαζα να δω τι έχουνε μέσα, και η μητέρα μου, για να τις γλιτώσει, τις κάθιζε στον καναπέ του σαλονιού και κλείδωνε την πόρτα. Μμμμμ, σκοτούρα μου. Ανάγκη είχα εγώ εκείνες τις κρύες και νεκρές κούκλες, που τα μαλλιά τους βρωμούσανε ψαρόκολλα!
Αν πεις από κούκλες; Άλλο τίποτα. Μου έφκιανε κούκλες πάνινες, μεγάλες μεγάλες, χορταστικές και μαλακούτσικες, που να τις παίρνεις στην αγκαλιά σου να τις ζεστάνεις, ακόμα και να κοιμηθείς μαζί. Τις έτοιμες κούκλες που μου φέρνανε τις έσπαζα να δω τι έχουνε μέσα, και η μητέρα μου, για να τις γλιτώσει, τις κάθιζε στον καναπέ του σαλονιού και κλείδωνε την πόρτα. Μμμμμ, σκοτούρα μου. Ανάγκη είχα εγώ εκείνες τις κρύες και νεκρές κούκλες, που τα μαλλιά τους βρωμούσανε ψαρόκολλα!
Μπορεί τα παιδιά της εποχής μου να τους έλειπαν πολλά πράματα, αλλά είχανε χώρο να κινηθούν μέσα στο σπίτι. Και το πιο φτωχικό σπιτάκι εκείνης της εποχής είχε περισσότερο εσωτερικό χώρο από το δυάρι της σημερινής πολυκατοικίας. Έπειτα είχανε το δρόμο. Στην Πόλη, συμμορίες παιδιών, το πιο πολύ αγόρια, ξεπερνούσαν πολλές φορές τα σύνορα του μαχαλά τους και χάνουνταν με τις ώρες. Πολλές φορές, στα σύνορα δύο προαστίων μπερδεύουνταν οι εθνικότητες, και άκουες τα παιδιά να μιλούν μιαν απίθανη εσπεράντο από ρωμαίικα, τούρκικα, εβραίικα, αρμένικα. Το 1960, όταν είχαμε πάει με τη Νέλλη στην Πόλη, ανταμώσαμε έναν Τούρκο καπετάνιο μέσα στο βαποράκι που πήγαινε στην Πρίγκιπο και απορήσαμε με τα ωραία ελληνικά του. Τον ρωτήσαμε πού τα έμαθε. '. Εκείνος γέλασε.
— Τα έμαθα
παίζοντας με ρωμιόπαιδα στο δρόμο, μας είπε. Το σπίτι μας συνόρευε με
ρωμαίικο μαχαλά, και η πρώτη μου αγάπη ήταν ρωμιοπούλα. Εκείνη δεν με
καταδέχτηκε, όμως εγώ ως τώρα την αγαπώ.
Οπωσδήποτε τα παιδιά εκείνης της εποχής στην Πόλη ήτανε πιο ευτυχισμένα από τα σημερινά
Μαρία Ιορδανίδου, Η αυλή μας,Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Μία εργασία των μαθητών της Β΄Τάξης Γυμνασίου Αμυγδαλεώνα εμπνευσμένη
από το αφήγημα "Χαλασμένες Γειτονιές" του Κοσμά Χαρπαντίδη[Μανία
Πόλεως,1993]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου